-
1 ἁθρόος
ἁθρόος, ἀθρόος, only pl.: ( all) together, in crowds; freq. ἁθρόα πάντα.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἁθρόος
-
2 ἀθρόος
ἁθρόος, ἀθρόος, only pl.: ( all) together, in crowds; freq. ἁθρόα πάντα.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀθρόος
-
3 ὕσπληξ
ὕσπληξ, ηγος, ἡ (Phryn.54, etc., but ὁ CIG2824.14 ([place name] Aphrodisias), Eust.598.23), IG12.313.116, 314.129, Inscr.Perg.10.3 (iii B. C.), Pl. Phdr. 254e, Eust. l. c., etc.: rarely [full] ὕσπληγξ, ηγγος, ἡ (ὁ Hero Aut. 24.4), D.P.121, Dionys.Av.3.18; [dialect] Dor. [full] ὕσπλαγξ Theoc.8.58; gen.Aὕσπλᾱκος IG42(1).98.2
(Epid., iii B. C.): dat. pl.ὕσπληξιν Plu.2.588f
, [dialect] Ep.ὑσπλήγεσσι AP6.259
(Phil.): [dialect] Dor. [full] ὑσπλᾱγίς (q.v.):— snare or gin of a bird-catcher, Theoc. l.c.; wolf-trap, Hsch.; also the part of a springe or noose trap which slips down when touched, Dionys.Av.l.c., cf. 3.13; = ῥόπτρον, Hsch.; = πάσσαλος, κρίκος κεράτινος, Id., Sch.Pl.Phdr. 254e.2 a twisted strand, the untwisting of which releases motive power in an automaton (cf.στρέβλη 1.2
), Hero Aut.2.8 (also, a piece of wood made to rise or fall by this or similar means, ib.6, cf. 24.4);ψυχὴ ἀνθρώπου μυρίαις ὁρμαῖς οἷον ὕσπληξιν ἐντεταμένη Plu.2.588f
; [τὸ θερμὸν] ἀθροῖσαν ἑαυτὸ καὶ οἷον συνεσπειραμένον γεγονός,.. σφοδρᾷ τῇ φορᾷ χρώμενον καὶ οἷον ἀπὸ ὕσπληγος ἐξαλλόμενον Gal.7.623
; ὥσπερ ἀπὸ ὕ. ἀναπεσών throwing himself back as from a ὕ., i. e. violently, Pl.Phdr. 254e; ὥσπερ ἀπὸ ὕ. θέοντες, i.e. running at top speed, Luc.Cat.4.3 a contrivance (of uncertain nature, but prob. on the principle ofὕ. 1
or 2; = Lat. transenna, Gloss.) for starting a race, starting-machine ( κυρίως τὸ μηχάνημα τὸ ἀποκροῦον τὸν κανόνα τοῦ δρομέως Sch.D.P.121; cf. ), ὕσπληγος ἀγκῶνας τρεῖς παραστάδας ὑσπλήγων τέτταρας καὶ κίονας δύο, σύριγγας τῶν ὑ. δύο, in a list of wooden objects, Inscr.Délos 1400.9 (ii B. C.), cf. 1409 Ba ii43 (ii B. C.); ὕσπληγα λαμπαδίειον (for the torch-race) IG11(2).203B96 (Delos, iii B. C.); ἀφέσεις τὰς ἀπὸ τῶν ὑσπλήγων τοῦ Παναθηναϊκοῦ σταδίου ib.22.1035.50 (i B. C.);ἔπεσεν ἡ ὕ. Luc.Tim.20
;τῆς ὕ. εὐθὺς καταπεσούσης Id.Cal.12
; (v.l. ὑφ' ὕσπληγος);διήκει πρὸ αὐτῶν καλῴδιον ἀντὶ ὕσπληγος Paus.6.20.11
; χαλῶσιν αἱ ὕ. ib.13; ἀθρόα δ' ὕσπληξ πάντα (sc. τὰ ἅρματα) διὰ στρεπτοῦ τείνα [τ' ἔ]χουσα κάλω· [ἦ] μέγ' ἐπαχήσασα θοὰς ἐξήλασε πώλους Inscr.Perg. l.c.; ψόφος ἦν ὕσπληγος ἐν οὔασιν, i.e. the race had just started, AP11.86, cf. Plu.2.804e;ἔσχαστο ἡ ὕ. Hld.4.3
;ψαλιδωτὰς ἱππαφέσεις διὰ μιᾶς ὕ. ἅμα πάσας ἀνοιγομένας D.H.3.68
: metaph., κἀπὸ γῆς ἐσχάζοσαν ὕσπληγας were loosing the starting-machine from land, i. e. were starting out from land, Lyc.22.4 = καμπτήρ 11, metaph., D.P.121, cf. Eust. ad loc.; ὕσπληγας ὑποφήνας τῶν κατὰ φιλοσοφίαν λόγων setting limits to.., dub. in metrod.Herc.831.11.6 = μύωψ 11.2 or μάστιξ, Herm. in Phdr.p.170A., Hsch., Suid.; = ὑστριχίς 1, Eust.ad D.P.121 (deriving it from ὗς and πλήσσω).
См. также в других словарях:
σύλληψη — η / σύλληψις, ήψεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. σύλλαψις Α [συλλαμβάνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συλλαμβάνω, βίαιη κατακράτηση (α. «η σύλληψη τών κακοποιών έγινε αμέσως» β. «ἡ σύλληψις τῆς νεώς», Πολ. γ. «βεβαίως δὲ ἤδη εἰδότες ἐν τῇ πόλει… … Dictionary of Greek
Ταϊβάν — H Tαϊβάν χωρίζεται στα δυτικά από την Kίνα με το Στενό της Φορμόζας, και στα ανατολικά από το ιαπωνικό αρχιπέλαγος Pιουκιού με ένα άλλο μικρό θαλάσσιο βραχίονα.Tο έδαφος της Δημοκρατίας της Eθνικιστικής Kίνας η Tαϊβάν (Tα Tσουνγκ Xουά Mιν Kουό)… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
πληθωρισμός — Αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών, όταν στην αύξηση του χρήματος που κυκλοφορεί δεν επιφέρει μεταβολή προς την ίδια κατεύθυνση του όγκου της παραγωγής. Λέγεται νομισματικός π. όταν η αύξηση αυτή οφείλεται σε υπερβολική προσφορά… … Dictionary of Greek
ρεύμα — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.), στην πρώην επαρχία Λαρίσης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νέων Καρυών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του νομού Λέσβου.… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek